- διαφθορά
- η (ΑΝ)1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών2. δωροδοκία, δεκασμόςνεοελλ.(για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμασηαρχ.1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.)2. έκτρωση, αποβολή («δυοῑν παίδων μητέρα, τεθνηκυῑαν δὲ ἐκ διαφθορᾱς», Φάλαρις, επιστολογράφος)3. στομαχική ανωμαλία4. (σε παθ. σημ.) λεία, βορά («πολεμίοις ὕβρισμα καὶ διαφθορά», Ευρ., Ηρακλής μαινόμενος).
Dictionary of Greek. 2013.